- αγώνιαστος
- η , ο перекошенный (о раме и т. п.); с неравными углами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγώνιαστος — η, ο [γωνιάζω] (για τοίχους) αυτός που δεν γωνιάστηκε, δεν κατασκευάστηκε δηλ. με ακρίβεια στις γωνίες … Dictionary of Greek
αγώνιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει κανονικές γωνίες, που δε φτιάχτηκε με ακρίβεια: Άφησε αγώνιαστο το πεζούλι της ταράτσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνίωτος — η, ο [γωνία] αυτός που δεν έχει γωνίες, ο αγώνιαστος … Dictionary of Greek